- γενεθλιάλογος
- γενεθλιᾱλογ-ος, ὁ,A caster of nativities, Ptol.Tetr.13, Hierocl.Prov.ap.Phot.p.172B., Iamb.Myst.1.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεθλιαλόγος — γενεθλιαλόγος, ο (AM) αυτός που ασκεί γενεθλιαλογία, ο αστρολόγος … Dictionary of Greek
γενεθλιαλόγου — γενεθλιάλογος caster of nativities masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλόγους — γενεθλιάλογος caster of nativities masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλόγων — γενεθλιάλογος caster of nativities masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
γενεθλιαλογώ — γενεθλιαλογῶ ( έω) (Α) [γενεθλιαλόγος] προβλέπω το μέλλον κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε … Dictionary of Greek
ԾՆՆԴԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 1021 Chronological Sequence: 10c ա. γενεθλιαλόγος genethlialogus. Որ գուշակէ եւ խօսի հայելով ʼի ժամ ծննդեան ուրուք. աստղահմայ. ախտարակայ. ... *Երազադատք, ծննդաբանք, բախտադիւտք. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)